- εὔζωστος
- εὔζωστος, ον, ([etym.] ζώννυμαι)A easily girt, convenient for girding,
ᾗ εὐζωστότατος αὐτὸς ἑωυτοῦ ἐστι Hp.Art.14
; gloss on εὔζωνος, Sch.D Il.1.429.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ᾗ εὐζωστότατος αὐτὸς ἑωυτοῦ ἐστι Hp.Art.14
; gloss on εὔζωνος, Sch.D Il.1.429.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
εύζωστος — εὔζωστος, ον (ΑΜ) μσν. ζωσμένος, έτοιμος για τον αγώνα, δραστήριος 1. αυτός που ζώνεται εύκολα ή είναι κατάλληλος για ζώσιμο 2. (για γυναίκα) καλά ζωσμένη, κομψή. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + ζωστός (< ζώννυμι)] … Dictionary of Greek
εὐζωστότατος — εὔζωστος easily girt masc nom superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐζώστου — εὔζωστος easily girt masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὔζωστοι — εὔζωστος easily girt masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)